ευμαρής

ευμαρής
(μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Χρησιμοποίησε πρώτος τη διχρωμία, ώστε να είναι εμφανής η διάκριση των ανδρικών από τα γυναικεία σώματα στη ζωγραφική.
* * *
εὐμαρής, -ές (Α)
1. ευχερής, εύκολος (α. «ευμάρεα προλέξαις», Αλκ.
β. «εὐμαρὲς χείρωμα» — εύκολη λεία, Αισχύλ.)
2. φρ. α) εὐμαρές ἐστι» ή «ἐν εὐμαρεῑ ἐστι» — είναι εύκολο
β) «ἐξ εὐμαροῡς» — με εύκολο τρόπο
3. άφθονος, φθηνός («εὐμαρὴς σῑτος», επιγρ.)
4. (σπαν. για αφηρ. έννοιες θεωρούμενες ως πρόσ.) αυτός που δίνει ανακούφιση («χρόνος γὰρ ευμαρὴς θεός», Σοφ.)
5. ευγενής
6. αυτός που παρέχει άνεση.
επίρρ...
εὐμαρῶς (ΑΜ), ποιητ. τ. εὐμαρέως (Α)
1. με ευχέρεια, εύκολα («τυχὼν εὐμαρῶς τούτου», Λουκιαν.)
2. ηπίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μάρη* «χέρι».
ΠΑΡ. ευμάρεια
αρχ.
ευμαρέω, ευμαρότης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Εὐμάρης — masc acc pl (attic epic doric) Εὐμάρης masc nom/voc pl (doric aeolic) Εὐμάρης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμαρής — easy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμάρης — εὐμαρέω have abundance imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρόνος γὰρ εὐμαρὴς θεός. — См. Перемелется все мука будет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • εὐμαρῆ — εὐμαρής easy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐμαρής easy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐμαρής easy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμαρέστερον — εὐμαρής easy adverbial comp εὐμαρής easy masc acc comp sg εὐμαρής easy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐμάρει — Εὐμάρης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Εὐμάρεϊ , Εὐμάρης masc dat sg (epic ionic) Εὐμάρης masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμαρεστέρων — εὐμαρής easy fem gen comp pl εὐμαρής easy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμαρεστέρως — εὐμαρής easy masc acc comp pl (doric) εὐμαρής easy comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμαρέα — εὐμαρής easy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐμαρής easy masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”